Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτάριον — λεπτάριον, τὸ (Α) [λεπτίον] επιγρ. χειρουργικό εργαλείο … Dictionary of Greek
λεπταρίων — λεπτάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτάρια — λεπτάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)